粉
粉 ελληνικός ορισμός
fěn
- σκόνη
fěn
- σκόνη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 羵 : γι
Λέξεις που περιέχουν 粉, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 粉末 (fěn mò) : σκόνη
- 粉色 (fěn sè) : ροζ
- 粉碎 (fěn suì) : σπάσιμο