粉碎
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            粉碎 ελληνικός ορισμός
        
            fěn suì
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - σπάσιμο
fěn suì
- σπάσιμο
