粉色 έννοια και προφορά

粉色
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

粉色 ελληνικός ορισμός

fěn sè

  • ροζ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fěn): σκόνη
  • (sè): χρώμα