紧张
緊張
紧张 ελληνικός ορισμός
jǐn zhāng
- ένταση
jǐn zhāng
- ένταση
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 紧张
-
第一次演出,他很紧张。
Dì yī cì yǎnchū, tā hěn jǐnzhāng. -
我有很多话要说,可是一紧张却说不出来了。
Wǒ yǒu hěnduō huà yào shuō, kěshì yī jǐnzhāng quèshuō bu chūláile.