紧张 έννοια και προφορά

紧张
Απλοποιημένη λέξη
緊張
Παραδοσιακή λέξη

紧张 ελληνικός ορισμός

jǐn zhāng

  • ένταση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jǐn): σφιχτός
  • (zhāng): τζανγκ

Παραδείγματα ποινών με 紧张

  • 第一次演出,他很紧张。
    Dì yī cì yǎnchū, tā hěn jǐnzhāng.
  • 我有很多话要说,可是一紧张却说不出来了。
    Wǒ yǒu hěnduō huà yào shuō, kěshì yī jǐnzhāng quèshuō bu chūláile.