繁忙 έννοια και προφορά

繁忙
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

繁忙 ελληνικός ορισμός

fán máng

  • απασχολημένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fán): περίπλοκος
  • (máng): απασχολημένος