繁殖 έννοια και προφορά

繁殖
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

繁殖 ελληνικός ορισμός

fán zhí

  • ράτσα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fán): περίπλοκος
  • (zhí): επιοικίζω