殖
殖 ελληνικός ορισμός
zhí
- επιοικίζω
zhí
- επιοικίζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 侄 : ανιψιός
- 值 : αξία
- 埴 : soil with large clay content;
- 執 : Executive
- 懫 : enraged; resentful; to hate; to desist;
- 戠 : to gather; old variant of 埴[zhi2];
- 执 : περίμενε
- 摭 : pick up; to select;
- 柣 : threshold;
- 植 : φυτό
- 樴 : stake; picket;
- 直 : ευθεία
- 秷 : sound of reaping;
- 稙 : early-planted crop;
- 絷 : to connect; to tie up;
- 职 : θέση
- 職 : Job
- 蘵 : Physalis angulata;
- 踯 : hesitating; to stop;
- 蹠 : metatarsus; sole of foot; to tread on;
Λέξεις που περιέχουν 殖, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 繁殖 (fán zhí) : ράτσα
- 殖民地 (zhí mín dì) : αποικία