缺少
缺少 ελληνικός ορισμός
quē shǎo
- έλλειψη
quē shǎo
- έλλειψη
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 缺少
-
你看还缺少什么,我现在就去买。
Nǐ kàn hái quēshǎo shénme, wǒ xiànzài jiù qù mǎi.