美丽 έννοια και προφορά

美丽
Απλοποιημένη λέξη
美麗
Παραδοσιακή λέξη

美丽 ελληνικός ορισμός

měi lì

  • πανεμορφη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (měi): όμορφη
  • (lì): κορέα

Παραδείγματα ποινών με 美丽

  • 他来自一个美丽的海边城市。
    Tā láizì yīgè měilì dì hǎibiān chéngshì.
  • 她真是一个美丽的女孩儿。
    Tā zhēnshi yīgè měilì de nǚhái ér.