老婆 έννοια και προφορά

老婆
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

老婆 ελληνικός ορισμός

lǎo pó

  • γυναίκα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǎo): παλαιός
  • (pó): πεθερά