老师 έννοια και προφορά

老师
Απλοποιημένη λέξη
老師
Παραδοσιακή λέξη

老师 ελληνικός ορισμός

lǎo shī

  • δάσκαλος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǎo): παλαιός
  • (shī): διαίρεση

Παραδείγματα ποινών με 老师

  • 老师看见我在桌子上写东西。
    Lǎoshī kànjiàn wǒ zài zhuōzi shàng xiě dōngxī.
  • 那些学生不听老师。
    Nàxiē xuéshēng bù tīng lǎoshī.
  • 昨天下雨老师。
    Zuótiān xià yǔ lǎoshī.
  • 他是我们的老师。
    Tā shì wǒmen de lǎoshī.
  • 老师。
    lǎoshī.