考古 έννοια και προφορά

考古
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

考古 ελληνικός ορισμός

kǎo gǔ

  • αρχαιολογία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kǎo): δοκιμή
  • (gǔ): αρχαίος