考 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

考 ελληνικός ορισμός

kǎo

  • δοκιμή

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : breath' or 'sigh' component in Chinese characters;
  • : to beat; to flog; to examine under torture;
  • : chinquapin (Castanopsis fargesii and other spp.), genus of evergreen trees;
  • : ψημένο
  • : dry;
  • : dried food;

Παραδείγματα ποινών με 考

  • 考试的时间很长。
    Kǎoshì de shíjiān hěn zhǎng.
  • 这次考试,我得了 85分。
    Zhè cì kǎoshì, wǒ déliǎo 85 fēn.
  • 这次考试,我得了 100 分。
    Zhè cì kǎoshì, wǒ déliǎo 100 fēn.
  • 为了准备考试,他每天都学习到很晚。
    Wèile zhǔnbèi kǎoshì, tā měitiān dū xuéxí dào hěn wǎn.
  • 我在为考试做准备。
    Wǒ zài wèi kǎoshì zuò zhǔnbèi.

Λέξεις που περιέχουν 考, ανά επίπεδο HSK