考试 έννοια και προφορά

考试
Απλοποιημένη λέξη
考試
Παραδοσιακή λέξη

考试 ελληνικός ορισμός

kǎo shì

  • εξέταση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kǎo): δοκιμή
  • (shì): δοκιμή

Παραδείγματα ποινών με 考试

  • 考试的时间很长。
    Kǎoshì de shíjiān hěn zhǎng.
  • 这次考试,我得了 85分。
    Zhè cì kǎoshì, wǒ déliǎo 85 fēn.
  • 这次考试,我得了 100 分。
    Zhè cì kǎoshì, wǒ déliǎo 100 fēn.
  • 为了准备考试,他每天都学习到很晚。
    Wèile zhǔnbèi kǎoshì, tā měitiān dū xuéxí dào hěn wǎn.
  • 我在为考试做准备。
    Wǒ zài wèi kǎoshì zuò zhǔnbèi.