耐用 έννοια και προφορά

耐用
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

耐用 ελληνικός ορισμός

nài yòng

  • διαρκής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nài): ανθεκτικός
  • (yòng): χρήση