股份 έννοια και προφορά

股份
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

股份 ελληνικός ορισμός

gǔ fèn

  • μερίδια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gǔ): μερίδιο
  • (fèn): μερίδιο