股
股 ελληνικός ορισμός
gǔ
- μερίδιο
gǔ
- μερίδιο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 股, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 股票 (gǔ piào) : στοκ
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 股东 (gǔ dōng) : μέτοχος
- 股份 (gǔ fèn) : μερίδια
- 屁股 (pì gu) : βαρέλι