股票 έννοια και προφορά

股票
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

股票 ελληνικός ορισμός

gǔ piào

  • στοκ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gǔ): μερίδιο
  • (piào): εισιτήριο