胃口 έννοια και προφορά

胃口
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

胃口 ελληνικός ορισμός

wèi kǒu

  • όρεξη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wèi): στομάχι
  • (kǒu): στόμα