能力 έννοια και προφορά

能力
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

能力 ελληνικός ορισμός

néng lì

  • ικανότητα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (néng): μπορώ
  • (lì): δύναμη

Παραδείγματα ποινών με 能力

  • 每个人都有自己的能力和特点。
    Měi gèrén dōu yǒu zìjǐ de nénglì hé tèdiǎn.