能
能 ελληνικός ορισμός
néng
- μπορώ
néng
- μπορώ
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 能
-
今天我的朋友不能工作,他在医院!
jīntiān wǒ de péngyǒu bùnéng gōngzuò, tā zài yīyuàn! -
我能坐在这儿吗?
Wǒ néng zuò zài zhè'er ma? -
我能坐在这(这儿)儿吗?
Wǒ néng zuò zài zhè (zhè'er) er ma? -
我能懂你。
Wǒ néng dǒng nǐ. -
可能他正在忙。
Kěnéng tā zhèngzài máng.
Λέξεις που περιέχουν 能, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
-
能 (néng): μπορώ
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 可能 (kě néng) : ενδέχεται
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 能力 (néng lì) : ικανότητα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 功能 (gōng néng) : χαρακτηριστικά
- 能干 (néng gàn) : ικανός
- 能源 (néng yuán) : ενέργεια
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 本能 (běn néng) : ένστικτο
- 力所能及 (lì suǒ néng jí) : μέσα στη δύναμή μας
- 难能可贵 (nán néng kě guì) : αξιέπαινος
- 能量 (néng liàng) : ενέργεια
- 无能为力 (wú néng wéi lì) : ανίσχυρος
- 性能 (xìng néng) : εκτέλεση
- 职能 (zhí néng) : λειτουργία
- 智能 (zhì néng) : έξυπνος