能干
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        能幹
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                能干 ελληνικός ορισμός
        
            néng gàn
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ικανός
néng gàn
- ικανός
