能量 έννοια και προφορά

能量
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

能量 ελληνικός ορισμός

néng liàng

  • ενέργεια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (néng): μπορώ
  • (liàng): το ποσό