脆弱 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 脆弱 ελληνικός ορισμός cuì ruò εύθραυστο HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 脆 (cuì): εύθραυστος 弱 (ruò): αδύναμος