弱
弱 ελληνικός ορισμός
ruò
- αδύναμος
ruò
- αδύναμος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 弱, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
弱 (ruò): αδύναμος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 薄弱 (bó ruò) : αδύναμος
- 脆弱 (cuì ruò) : εύθραυστο
- 弱点 (ruò diǎn) : αδυναμία
- 削弱 (xuē ruò) : αποδυναμώνω