自信 έννοια και προφορά

自信
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

自信 ελληνικός ορισμός

zì xìn

  • αυτοπεποίθηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zì): από
  • (xìn): γράμμα

Παραδείγματα ποινών με 自信

  • 他很自信,喜欢与人竞争。
    Tā hěn zìxìn, xǐhuān yǔ rén jìngzhēng.
  • 她是个非常自信的女孩子。
    Tā shìgè fēicháng zìxìn de nǚ háizi.