自
自 ελληνικός ορισμός
zì
- από
zì
- από
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 剚 : erect; stab;
- 字 : λέξη
- 恣 : to abandon restraint; to do as one pleases; comfortable (dialect);
- 扻 : to strike; to run against; to throw, as a stone;
- 渍 : to soak; to be stained; stain; floodwater;
- 牸 : female of domestic animals;
- 眦 : corner of the eye; canthus; eye socket;
- 胔 : rotten meat; bones of dead animal;
- 胾 : cut meat into pieces; diced meat;
Παραδείγματα ποινών με 自
-
这个自行车五百多元。
Zhège zìxíngchē wǔbǎi duō yuán. -
我的自行车是红色的。
Wǒ de zìxíngchē shì hóngsè de. -
这是我新买的自行车。
Zhè shì wǒ xīn mǎi de zìxíngchē. -
今天刮风了,别骑自行车了。
Jīntiān guā fēngle, bié qí zìxíngchēle. -
下个月我要离开一段时间,你好好照顾自己。
Xià gè yuè wǒ yào líkāi yīduàn shíjiān, nǐ hǎohǎo zhàogù zìjǐ.
Λέξεις που περιέχουν 自, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 自己 (zì jǐ) : εαυτός
- 自行车 (zì xíng chē) : ποδήλατο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 来自 (lái zì) : από
- 自然 (zì rán) : φυσικός
- 自信 (zì xìn) : αυτοπεποίθηση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 各自 (gè zì) : σχετικός
- 亲自 (qīn zì) : προσωπικά
- 自从 (zì cóng) : από
- 自动 (zì dòng) : αυτόματο
- 自豪 (zì háo) : υπερηφάνεια
- 自觉 (zì jué) : συνειδητός
- 自私 (zì sī) : εγωιστικός
- 自由 (zì yóu) : ελεύθερος
- 自愿 (zì yuàn) : εθελοντής
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 擅自 (shàn zì) : ανεξουσιοδότητος
- 私自 (sī zì) : ιδιαιτερώς
- 自卑 (zì bēi) : κατωτερότητα
- 自发 (zì fā) : αυθόρμητος
- 自力更生 (zì lì gēng shēng) : αυτοδυναμία
- 自满 (zì mǎn) : ικανοποιημένος
- 自主 (zì zhǔ) : αυτονόμος