船舶 έννοια και προφορά

船舶
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

船舶 ελληνικός ορισμός

chuán bó

  • πλοίο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chuán): πορθμείο
  • (bó): πλοίο