艘
艘 ελληνικός ορισμός
sōu
- πλοίο
sōu
- πλοίο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嗖 : (onom.) whooshing; swishing; rustle of skirts;
- 廋 : to search; be concealed;
- 捜 : Japanese variant of 搜[sou1];
- 搜 : αναζήτηση
- 溲 : to urinate;
- 獀 : dog (dial.); to hunt;
- 蒐 : madder (Rubia cordifolia); to hunt for; to gather; to collect;
- 螋 : earwig 蠼螋;
- 锼 : to engrave (metal of wood);
- 飕 : to blow (as of wind); sound of wind; sough;
- 馊 : rancid; soured (as food);
Λέξεις που περιέχουν 艘, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
艘 (sōu): πλοίο
-