花瓣 έννοια και προφορά

花瓣
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

花瓣 ελληνικός ορισμός

huā bàn

  • πέταλο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (huā): λουλούδι
  • (bàn): βαλβίδα