苹果 έννοια και προφορά

苹果
Απλοποιημένη λέξη
蘋果
Παραδοσιακή λέξη

苹果 ελληνικός ορισμός

píng guǒ

  • μήλο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (píng): μήλο
  • (guǒ): καρπός

Παραδείγματα ποινών με 苹果

  • 猫不吃苹果。
    Māo bù chī píngguǒ.
  • 这个苹果很大。
    Zhège píngguǒ hěn dà.
  • 我买了一些苹果。
    Wǒ mǎile yīxiē píngguǒ.
  • 你想不想吃个苹果?
    Nǐ xiǎng bùxiǎng chī gè píngguǒ?
  • 一个苹果三块钱。
    Yīgè píngguǒ sān kuài qián.