薄弱 έννοια και προφορά

薄弱
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

薄弱 ελληνικός ορισμός

bó ruò

  • αδύναμος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (báo): λεπτός
  • (ruò): αδύναμος