被动 έννοια και προφορά

被动
Απλοποιημένη λέξη
被動
Παραδοσιακή λέξη

被动 ελληνικός ορισμός

bèi dòng

  • παθητικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bèi): είναι
  • (dòng): κίνηση