被
被 ελληνικός ορισμός
bèi
- είναι
bèi
- είναι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 被
-
这个苹果被分成了两块儿。
Zhège píngguǒ bèi fēnchéngle liǎng kuài er. -
词典被王老师拿走了。
Cídiǎn bèi wáng lǎoshī ná zǒule.
Λέξεις που περιέχουν 被, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
被 (bèi): είναι
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 被子 (bèi zi) : πάπλωμα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 被动 (bèi dòng) : παθητικός
- 被告 (bèi gào) : εναγόμενος