被 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

被 ελληνικός ορισμός

bèi

  • είναι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 被

  • 这个苹果被分成了两块儿。
    Zhège píngguǒ bèi fēnchéngle liǎng kuài er.
  • 词典被王老师拿走了。
    Cídiǎn bèi wáng lǎoshī ná zǒule.

Λέξεις που περιέχουν 被, ανά επίπεδο HSK