视力 έννοια και προφορά

视力
Απλοποιημένη λέξη
視力
Παραδοσιακή λέξη

视力 ελληνικός ορισμός

shì lì

  • όραμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shì): εξαρτάται από
  • (lì): δύναμη