视
視
视 ελληνικός ορισμός
shì
- εξαρτάται από
shì
- εξαρτάται από
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 世 : κόσμος
- 丗 : archaic variant of 世[shi4];
- 事 : πράγμα
- 仕 : to serve as an official; an official; the two chess pieces in Chinese chess guarding the 'general' or 'king' 將|将[jiang4];
- 似 : αρέσει
- 侍 : to serve; to attend upon;
- 势 : δυνητικός
- 嗜 : addicted to; fond of; stem corresponding to -phil or -phile;
- 噬 : to devour; to bite;
- 士 : σι
- 奭 : majestic manner; red; angry;
- 室 : δωμάτιο
- 市 : πόλη
- 式 : τύπος
- 弑 : to murder a superior; to murder one's parent;
- 忕 : accustomed to; habit;
- 恃 : to rely on; mother (formal);
- 戺 : door pivot;
- 拭 : to wipe;
- 揓 : to hold; to grasp;
- 是 : ναί
- 柿 : διόσπυπος
- 栻 : (tree);
- 氏 : σι
- 澨 : bank; shore; name of a river;
- 示 : προβολή
- 筮 : divine by stalk;
- 舐 : to lick; to lap (up);
- 莳 : to grow; to transplant;
- 螫 : to sting; also pr. [zhe1];
- 誓 : όρκος
- 諟 : to examine; to judge;
- 试 : δοκιμή
- 谥 : posthumous name or title; to confer a posthumous title;
- 贳 : to borrow; to buy on credit; to rent out;
- 轼 : crossbar in carriage front;
- 适 : κατάλληλος
- 逝 : πεθαίνω
- 適 : suitable
- 釈 : Japanese variant of 釋|释;
- 释 : ελευθέρωση
- 铈 : cerium (chemistry);
- 饰 : διακοσμώ
Παραδείγματα ποινών με 视
-
昨天我看电视了。
Zuótiān wǒ kàn diànshìle. -
妈妈在看电视。
Māmā zài kàn diànshì. -
他一个下午都坐在电视前。
Tā yīgè xiàwǔ dōu zuò zài diànshì qián. -
太晚了,别看电视了。
Tài wǎnle, bié kàn diànshìle. -
今天晚上我不能看电视了。
Jīntiān wǎnshàng wǒ bùnéng kàn diànshìle.
Λέξεις που περιέχουν 视, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 电视 (diàn shì) : τηλεόραση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 重视 (zhòng shì) : αξία
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 忽视 (hū shì) : αγνοώ
- 轻视 (qīng shì) : περιφρόνηση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 鄙视 (bǐ shì ) : περιφρονώ
- 敌视 (dí shì) : εχθρικός
- 俯视 (fǔ shì ) : κοίτα κάτω
- 监视 (jiān shì) : οθόνη
- 藐视 (miǎo shì ) : περιφρόνηση
- 蔑视 (miè shì) : περιφρόνηση
- 凝视 (níng shì) : βλέμμα
- 歧视 (qí shì) : διάκριση
- 视力 (shì lì) : όραμα
- 视频 (shì pín ) : βίντεο
- 视线 (shì xiàn) : θέαμα
- 视野 (shì yě) : οραμα
- 注视 (zhù shì) : κυτάζω