角落 έννοια και προφορά

角落
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

角落 ελληνικός ορισμός

jiǎo luò

  • γωνία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jiǎo): γωνία
  • (luò): πτώση