诚实 έννοια και προφορά

诚实
Απλοποιημένη λέξη
誠實
Παραδοσιακή λέξη

诚实 ελληνικός ορισμός

chéng shí

  • τίμιος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chéng): ειλικρινής
  • (shí): πραγματικός

Παραδείγματα ποινών με 诚实

  • 诚实的人值得我们尊重。
    Chéngshí de rén zhídé wǒmen zūnzhòng.
  • 做人要诚实,不能说假话。
    Zuòrén yào chéngshí, bùnéng shuō jiǎ huà.
  • 爸爸经常教育我要做一个诚实的人。
    Bàba jīngcháng jiàoyù wǒ yào zuò yīgè chéngshí de rén.