贷款 έννοια και προφορά

贷款
Απλοποιημένη λέξη
貸款
Παραδοσιακή λέξη

贷款 ελληνικός ορισμός

dài kuǎn

  • δάνειο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dài): δάνειο
  • (kuǎn): παράγραφος