起哄 έννοια και προφορά

起哄
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

起哄 ελληνικός ορισμός

qǐ hòng

  • booing

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qǐ): από
  • (hōng): καταφέρνω