起床 έννοια και προφορά

起床
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

起床 ελληνικός ορισμός

qǐ chuáng

  • σήκω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qǐ): από
  • (chuáng): κρεβάτι

Παραδείγματα ποινών με 起床

  • 让大家起床吧。
    Ràng dàjiā qǐchuáng ba.
  • 我早上七点起床。
    Wǒ zǎoshang qī diǎn qǐchuáng.
  • 我一般7 点钟起床。
    Wǒ yībān 7 diǎn zhōng qǐchuáng.
  • 他总是很早起床。
    Tā zǒng shì hěn zǎo qǐchuáng.
  • 我每天差不多7 点起床。
    Wǒ měitiān chā bù duō 7 diǎn qǐchuáng.