起飞 έννοια και προφορά

起飞
Απλοποιημένη λέξη
起飛
Παραδοσιακή λέξη

起飞 ελληνικός ορισμός

qǐ fēi

  • απογείωση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qǐ): από
  • (fēi): πετώ

Παραδείγματα ποινών με 起飞

  • 每天有超过三百个航班在这里起飞。
    Měitiān yǒu chāoguò sānbǎi gè hángbān zài zhèlǐ qǐfēi.
  • 飞机起飞的时间,推迟了 20 分钟。
    Fēijī qǐfēi de shíjiān, tuīchíle 20 fēnzhōng.
  • 各位乘客,飞机马上就要起飞了。
    Gèwèi chéngkè, fēijī mǎshàng jiù yào qǐfēile.