趣味 έννοια και προφορά

趣味
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

趣味 ελληνικός ορισμός

qù wèi

  • γεύση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qù): ενδιαφέρον
  • (wèi): γεύση