轻松 έννοια και προφορά

轻松
Απλοποιημένη λέξη
輕松
Παραδοσιακή λέξη

轻松 ελληνικός ορισμός

qīng sōng

  • ανετα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qīng): φως
  • (sōng): χαλαρά

Παραδείγματα ποινών με 轻松

  • 这个工作对他来说并不轻松。
    Zhège gōngzuò duì tā lái shuō bìng bù qīngsōng.
  • 放假了,我们可以去轻松一下了。
    Fàngjiàle, wǒmen kěyǐ qù qīngsōng yīxiàle.