轻 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

轻 ελληνικός ορισμός

qīng

  • φως

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : χύνω
  • : high ranking official (old); term of endearment between spouses (old); (from the Tang Dynasty onwards) term used by the emperor for his subjects (old); honorific (old);
  • : pigsty; rest-room;
  • : hydrogen (chemistry);
  • : σαφή
  • : Japanese variant of 輕|轻;
  • : πράσινος

Παραδείγματα ποινών με 轻

  • 妈妈 50 岁了,看起来还很年轻。
    Māmā 50 suìle, kàn qǐlái hái hěn niánqīng.
  • 很多年轻人都喜欢流行音乐。
    Hěnduō niánqīng rén dōu xǐhuān liúxíng yīnyuè.
  • 这件衣服很轻,但是很暖和。
    Zhè jiàn yīfú hěn qīng, dànshì hěn nuǎnhuo.
  • 这个工作对他来说并不轻松。
    Zhège gōngzuò duì tā lái shuō bìng bù qīngsōng.
  • 放假了,我们可以去轻松一下了。
    Fàngjiàle, wǒmen kěyǐ qù qīngsōng yīxiàle.

Λέξεις που περιέχουν 轻, ανά επίπεδο HSK