辅助 έννοια και προφορά

辅助
Απλοποιημένη λέξη
輔助
Παραδοσιακή λέξη

辅助 ελληνικός ορισμός

fǔ zhù

  • βοηθώ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fǔ): βοηθητική
  • (zhù): βοήθεια