过分 έννοια και προφορά

过分
Απλοποιημένη λέξη
過分
Παραδοσιακή λέξη

过分 ελληνικός ορισμός

guò fèn

  • υπερβολικό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (guò): πέρασμα
  • (fēn): λεπτό