过去 έννοια και προφορά

过去
Απλοποιημένη λέξη
過去
Παραδοσιακή λέξη

过去 ελληνικός ορισμός

guò qu

  • το παρελθόν

HSK level


Χαρακτήρες

  • (guò): πέρασμα
  • (qù): συμβαδίζω

Παραδείγματα ποινών με 过去

  • 奶奶经常给我讲过去的事情。
    Nǎinai jīngcháng gěi wǒ jiǎn.Guòqù de shìqíng.
  • 我过去在北京,没去其他地方。
    Wǒ guòqù zài běijīng, méi qù qítā dìfāng.
  • 在今天,过去的东西我们都不太理解了。
    Zài jīntiān, guòqù de dōngxī wǒmen dōu bù tài lǐjiěle.