去 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

去 ελληνικός ορισμός

  • συμβαδίζω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to plow; (ancient place name);
  • : to spy; watch for;
  • : ενδιαφέρον
  • : quiet; to live alone;
  • : porridge;

Παραδείγματα ποινών με 去

  • 我明天坐飞机去北京。
    Wǒ míngtiān zuò fēijī qù běijīng.
  • 我坐飞机去北京。
    Wǒ zuò fēijī qù běijīng.
  • 我今天去北京。
    Wǒ jīntiān qù běijīng.
  • 她去商店买东西了。
    Tā qù shāngdiàn mǎi dōngxīle.
  • 我们八点去上学。
    Wǒmen bā diǎn qù shàngxué.

Λέξεις που περιέχουν 去, ανά επίπεδο HSK