过敏 έννοια και προφορά

过敏
Απλοποιημένη λέξη
過敏
Παραδοσιακή λέξη

过敏 ελληνικός ορισμός

guò mǐn

  • αλλεργία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (guò): πέρασμα
  • (mǐn): ευαίσθητος